εἱρκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eirkteon | |Transliteration C=eirkteon | ||
|Beta Code=ei(rkte/on | |Beta Code=ei(rkte/on | ||
|Definition=((εἵργω) | |Definition=(([[εἵργω]]) [[one must prevent]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''1250. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εἱρκτέον''': ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἱρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[εἴργω]], αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:21, 25 August 2023
English (LSJ)
((εἵργω) one must prevent, S.Aj.1250.
Greek (Liddell-Scott)
εἱρκτέον: ῥηματ. ἐπιθ. τοῦ εἵργω, πρέπει τις νὰ κωλύσῃ, νὰ ἐμποδίσῃ, Σοφ. Αἴ. 1250.
Greek Monotonic
εἱρκτέον: ρημ. επίθ. του εἴργω, αυτό που πρέπει να εμποδιστεί, να αποτραπεί, σε Σοφ.