μυριόμορφος: Difference between revisions

(13_2)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=myriomorfos
|Transliteration C=myriomorfos
|Beta Code=murio/morfos
|Beta Code=murio/morfos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of countless shapes</b>, of Dionysus, <span class="title">AP</span>9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, <span class="title">APl.</span>4.264. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">μυριόμορφον, τό,</b> = [[Ἀχίλλειος]], Ps.-Dsc.4.36.</span>
|Definition=μυριόμορφον,<br><span class="bld">A</span> [[of countless shapes]], of [[Dionysus]], ''AP''9.524.13; of [[Apollo]], ib.525.13; of Isis, ''APl.''4.264.<br><span class="bld">II</span> [[μυριόμορφον]], τό, = [[Ἀχίλλειος]], Ps.-Dsc.4.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0219.png Seite 219]] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui revêt mille formes]].<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[μορφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόμορφος:''' [[принимающий бесчисленное множество форм]] ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
{{ls
|lstext='''μῡριόμορφος''': -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, [[ὄνομα]] τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυριόμορφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μυριόμορφον</i><br />το [[φυτό]] αχίλλεια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μυρι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριό-μορφος, ον [[μορφή]]<br />of [[countless]] shapes, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

English (LSJ)

μυριόμορφον,
A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264.
II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.

German (Pape)

[Seite 219] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revêt mille formes.
Étymologie: μυρίοι, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόμορφος: принимающий бесчисленное множество форм (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.

Greek Monolingual

μυριόμορφος, -ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον
το φυτό αχίλλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μορφος (< μορφή)].

Greek Monotonic

μῡριόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡριό-μορφος, ον μορφή
of countless shapes, Anth.