Ἀχίλλειος

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀχίλλειος Medium diacritics: Ἀχίλλειος Low diacritics: Αχίλλειος Capitals: ΑΧΙΛΛΕΙΟΣ
Transliteration A: Achílleios Transliteration B: Achilleios Transliteration C: Achilleios Beta Code: *)axi/lleios

English (LSJ)

α, ον,
A of Achilles, E.Tr.39, etc.; poet. Ἀχιλλέϊος Theoc. 29.34: Ion. Ἀχιλλήϊος Hdt.4.55,76; used in lyr. by S.Fr.152:—fem. Ἀχιλληΐς (v. infr.), also Ἀχιλλεῖτις, ιδος, D.L.1.74.
II Ἀχίλλειαι κριθαί, a fine kind of barley, Ath.3.114f; also κριθαὶ Ἀχιλληΐδες Hp.Morb.3.17; κριθὴ Ἀχιλληΐς Thphr.HP8.10.2; Ἀχίλλειαι μᾶζαι = cakes of fine barley, Pherecr.130.4; Ἀχιλλείων ἀπομάττεσθαι (v. sub ἀπομάσσω) Ar.Eq.819; Ἀχίλλειον, τό, a cake of this sort, Eust.1414.33.
2 Ἀχίλλειος (sc. σπόγγος), ὁ, fine kind of sponge, used as padding for the inside of helmets, greaves, etc., Arist.HA548b1 and 20.
3 Ἀχίλλειος, ὁ, = μυριόφυλλον, Ps.-Dsc.4.114.
b Achilles woundwort, Crateuas Fr.3, Dsc.4.36, Plin.HN25.42.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
aquileo
I Ἀχίλλειος μᾶζα torta aquilea elaborada con la cebada tb. llamada así, Pherecr.137.4, Ath.114f, AB 474.8, Eust.1414.33
tb. subst. οἱ Ἀχίλλειοι Ar.Eq.819, S.Fr.551
Ἀχίλλειος κριθή Ath.114f, AB 474.8, 11, Eust.1414.31; cf. ἀχιλληΐς.
II subst.
1 τὸ Ἀχίλλειον zool. n. de una esponja τρίτος δ' ὃν καλοῦσιν Ἀχίλλειον Arist.HA 548b1, cf. Hsch., AB 474.11.
2 bot. ἡ Ἀχίλλειος = miriofilo espigado, miriofilo de agua, Myriophyllum spicatum L., Ps.Dsc.4.114.
3 bot. ἡ Ἀχίλλειος = milenrama, milefolio, hierba de Aquiles, Achillea millefolium L., Crateuas Fr.3, Dsc.4.36, Plin.HN 25.42. < Ἀχίλλειος Ἀχιλλείτης > Ἀχίλλειος, Ἀχίλλειον
• Alolema(s): Ἀχιλλήιος Hdt.4.55, 76, S.Fr.152
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [fem. -α E.Hec.128, St.Byz.]
de Aquiles
I ὅπλα S.Ph.62, Ai.41, δόρυ S.Fr.152 (= Lyr.Adesp.97), λόγχη E.Hec.128, στρατός E.IA 241, τάφος E.Hec.221, τύμβος E.Hec.125, ref. a Neoptólemo σκύμνος E.Andr.1169, πῶλοι AP 7.2 (Antip.)
aquileo como sinónimo de muy bueno Ἀχίλλειοι φίλοι prov. ref. a una buena amistad, Theoc.29.34.
II geog.
1 Ἀχίλλειος δρόμος = Aquileódromo península de la desembocadura del Borístenes, actual isla de Tendra, Hdt.ll.cc., Scymn.820, Str.7.3.19, St.Byz., cf. Ἀχιλλέως δρόμος Ptol.Geog.3.5.11, D.Chr.36.9.
2 Ἀχίλλειος κρήνη fuente de Mileto, Aristobul.6.
3 Ἀχίλλειος πλάξ v. Ἀχιλλεύς ΙΙ 1.
4 Ἀχίλλειος κώμη
a) lugar de la Sarmatia asiática en la parte más estrecha del Bósforo cimerio, Str.11.2.6, St.Byz.;
b) lugar de Sicilia, no localizado, St.Byz.
5 Ἀχίλλειος λιμήν
a) puerto de Laconia, actual Vazia, Scyl.Per.46, Paus.3.25.4;
b) puerto de la isla de Esciros, Sch.Er.Il.19.326.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'Achille (lance, armes, chevaux, tombeau, etc.) ; Ἀχίλλειος δρόμος HDT la Carrière d'Achille, pointe de terre à l'embouchure du Borysthène, où Achille passait pour avoir établi un emplacement de courses.
Étymologie: Ἀχιλλεύς.

Russian (Dvoretsky)

Ἀχίλλειος: ион. Ἀχιλλήϊος, у Theocr. Ἀχιλλέϊος 2 (ᾰ) ахиллесов Soph., Eur., Anth.: Ἀ. δρόμος Her. Ахиллесов бег (длинная коса на Черном море у устья Борисфена).

Greek (Liddell-Scott)

Ἀχίλλειος: -α, -ον, ὁ τοῦ Ἀχιλλέως, Εὐρ., κτλ.· ποιητ. Ἀχιλλέϊος Θεόκρ. 29. 34: Ἰων. Ἀχιλλήιος Ἡρόδ. 4. 55, 76· ἐν χρήσει ἐν λυρικοῖς χωρίοις παρὰ Σοφοκλεῖ (Ἀποσπ. 164), πρβλ. Φοίβειος:- ἔκτροπον θηλ. Ἀχιλλεϊτις, -ιδος, Διογ. Λ. 1. 74. ΙΙ. ἀχιλλεία κριθή (ἀχιλληΐς κριθή Wimmer), ἐκλεκτὸν εἷδος κριθῆς, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 3. 21, 3, Ἀθήν. 124F· ὡσαύτως, κριθαὶ Ἀχιλληίδες Ἱππ. 496. 53· οὕτως Ἀχίλλειοι μᾶζαι, πλακούντια ἐκ τῆς ἀρίστης κριθῆς, Φερεκράτ. ἐν «Πέρσαις» 1. 4· Ἀχιλλείων ἀπομάττεσθαι (ἴδε ἐν λ. ἀπομάσσω), Ἀριστοφ. Ἱππ. 819· Ἀχίλλειον, εἶδος ἐκλεκτοῦ πλακοῦντος, Εὐστ. Ὀδ. 1414. 33. 2) ἀχ. (ἐξυπακουομ. σπόγγος), ὁ, εἶδος ἐκλεκτοῦ λεπτοῦ σπόγγου, δι’ οὗ ἔσωθεν ἐνέδυον τὰς περικεφαλαίας, τὰς περικνημῖδας, κ.τ.τ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 16, 3 καὶ 6.

Greek Monotonic

Ἀχίλλειος: -α, -ον, Ιων. -ήϊος, -η, -ον,
I. αυτός που ανήκει στον Αχιλλέα, σε Ηρόδ., Ευρ.
II. Ἀχιλλείη κριθή, το Αχίλλειο κριθάρι, εκλεκτό είδος· απ' όπου, Ἀχίλλειαι (μᾶζαι), γλυκίσματα από εκλεκτό κριθάρι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


I. of Achilles, Hdt., Eur.
II. Ἀχιλλείη κριθή Achilles-barley, a fine kind: hence Ἀχίλλειαι (μᾶζαι) cakes of fine barley, Ar.