μεμπτικός: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(c2)
 
(24)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0129.png Seite 129]] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.
}}
{{ls
|lstext='''μεμπτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεμπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεμπτός]]<br />αυτός που επιδέχεται [[μομφή]], [[κατηγορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτικῶς</i> (Μ)<br />με [[μομφή]], με [[κατηγορία]].
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 129] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεμπτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.

Greek Monolingual

μεμπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεμπτός
αυτός που επιδέχεται μομφή, κατηγορία.
επίρρ...
μεμπτικῶς (Μ)
με μομφή, με κατηγορία.