καλλωπίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "( " to "("
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
m (Text replacement - "( " to "(")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καλλωπίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ωραίο]] το [[πρόσωπο]] κάποιου ή [[δίνω]] ωραία όψη στην εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφαίνω]] («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας [[ὥσπερ]] ἀλαζόνα γυναῖκα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καλλωπίζομαι</i><br />[[κάνω]] τον εαυτό μου [[ωραίο]] («όλη [[μέρα]] κάθεται και καλλωπίζεται [[μπροστά]] στον καθρέφτη»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καυχιέμαι]], [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]] («καλλωπιζομένους καὶ ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ ἅρμασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδεικνύομαι, [[καμαρώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]], [[κάνω]] πως δεν [[θέλω]] («παῦσαι [[πρός]] με καλλωπιζόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (για λογοτεχνικό ύφος) <i>κεκαλλωπισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο [[επιτηδευμένος]], ο [[κομψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπίζω</i> <span style="color: red;"><</span> ( <i>ὤψ</i> «[[πρόσωπο]]»)].
|mltxt=(AM [[καλλωπίζω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[ωραίο]] το [[πρόσωπο]] κάποιου ή [[δίνω]] ωραία όψη στην εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφαίνω]] («τήν πόλιν καταχρυσοῦντας και καλλωπίζοντας [[ὥσπερ]] ἀλαζόνα γυναῖκα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καλλωπίζομαι</i><br />[[κάνω]] τον εαυτό μου [[ωραίο]] («όλη [[μέρα]] κάθεται και καλλωπίζεται [[μπροστά]] στον καθρέφτη»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> [[καυχιέμαι]], [[υπερηφανεύομαι]] για [[κάτι]] («καλλωπιζομένους καὶ ὅπλοις καὶ ἵπποις καὶ ἅρμασι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> επιδεικνύομαι, [[καμαρώνω]]<br /><b>2.</b> [[προσποιούμαι]], [[κάνω]] πως δεν [[θέλω]] («παῦσαι [[πρός]] με καλλωπιζόμενος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) (για λογοτεχνικό ύφος) <i>κεκαλλωπισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />ο [[επιτηδευμένος]], ο [[κομψός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπίζω</i> <span style="color: red;"><</span> (<i>ὤψ</i> «[[πρόσωπο]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm