Anonymous

καλλωπίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι"
mNo edit summary
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἐκαλλώπισα;<br />[[embellir]], [[parer]], [[orner]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλωπίζομαι]];<br /><b>1</b> [[se parer]];<br /><b>2</b> [[se vanter]], [[se glorifier]] : τινι, [[ἐπί]] τινι de qch;<br /><b>3</b> [[faire des façons]].<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]], [[ὤψ]].
|btext=<i>ao.</i> ἐκαλλώπισα;<br />[[embellir]], [[parer]], [[orner]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[καλλωπίζομαι]];<br /><b>1</b> [[se parer]];<br /><b>2</b> [[se vanter]], [[se glorifier]] : τινι, ἐπί τινι de qch;<br /><b>3</b> [[faire des façons]].<br />'''Étymologie:''' [[κάλλος]], [[ὤψ]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλωπίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], κάνω το [[πρόσωπο]] όμορφο· απ' όπου, [[στολίζω]], [[δίνω]] ωραία όψη, σε Πλάτ. — Παθ., κεκαλλωπισμέναι τὸ [[χρῶμα]], δηλ. βαμμένες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., στολίζομαι, καλλωπίζομαι ή [[γίνομαι]] [[κομψός]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[περηφανεύομαι]] για [[κάτι]], <i>τινι</i> ή [[ἐπί]] τινι, στον ίδ.· απόλ., κάνω [[επίδειξη]], επιδεικνύομαι, [[καμαρώνω]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[θέλω]], κάνω νάζια, <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>κ. παραιτεῖσθαι</i>, [[προσποιούμαι]] ότι [[αποδοκιμάζω]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''καλλωπίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i> (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[κυρίως]], κάνω το [[πρόσωπο]] όμορφο· απ' όπου, [[στολίζω]], [[δίνω]] ωραία όψη, σε Πλάτ. — Παθ., κεκαλλωπισμέναι τὸ [[χρῶμα]], δηλ. βαμμένες, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Μέσ., στολίζομαι, καλλωπίζομαι ή [[γίνομαι]] [[κομψός]], σε Πλάτ.· μεταφ., [[περηφανεύομαι]] για [[κάτι]], <i>τινι</i> ή ἐπί τινι, στον ίδ.· απόλ., κάνω [[επίδειξη]], επιδεικνύομαι, [[καμαρώνω]], λέγεται για [[άλογο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[προσποιούμαι]] ότι δεν [[θέλω]], κάνω νάζια, <i>τινι</i> ή [[πρός]] τινα, [[απέναντι]] σε κάποιον, σε Πλάτ.· με απαρ., <i>κ. παραιτεῖσθαι</i>, [[προσποιούμαι]] ότι [[αποδοκιμάζω]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj