adventurousness: Difference between revisions
From LSJ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "Ancient Greek: τὸ φιλοκίνδυνον;" to "Greek: τολμηρότητα, το παράτολμο, το περιπετειώδες, περιπετειώδες φύση, τάση για περιπέτειες; Ancient Greek: τὸ φιλοκίνδυνον;") |
m (Text replacement - "περιπετειώδες φύση" to "περιπετειώδης φύση") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: авантюризъм; Finnish: seikkailunhaluisuus; German: [[Abenteuerlichkeit]]; Greek: [[τολμηρότητα]], [[το παράτολμο]], [[το περιπετειώδες]], [[ | |trtx=Bulgarian: авантюризъм; Finnish: seikkailunhaluisuus; German: [[Abenteuerlichkeit]]; Greek: [[τολμηρότητα]], [[το παράτολμο]], [[το περιπετειώδες]], [[περιπετειώδης φύση]], [[τάση για περιπέτειες]]; Ancient Greek: [[τὸ φιλοκίνδυνον]]; Polish: awanturnictwo, awanturniczość; Turkish: maceracılık, serüvencilik, maceraperestlik | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:32, 18 October 2024
Translations
Bulgarian: авантюризъм; Finnish: seikkailunhaluisuus; German: Abenteuerlichkeit; Greek: τολμηρότητα, το παράτολμο, το περιπετειώδες, περιπετειώδης φύση, τάση για περιπέτειες; Ancient Greek: τὸ φιλοκίνδυνον; Polish: awanturnictwo, awanturniczość; Turkish: maceracılık, serüvencilik, maceraperestlik