μοναύλιος: Difference between revisions

From LSJ

κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky

Source
(c1)
 
(25)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] allein lebend, einsam, [[βίος]], Suid. v. Λουκιανός.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] allein lebend, einsam, [[βίος]], Suid. v. Λουκιανός.
}}
{{ls
|lstext='''μοναύλιος''': -ον, [[μονήρης]], πρὸς τὸν [[μοναύλιον]] ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ [[μάρτυς]], πρβλ. Φιλόστ. 484Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μοναύλιος]], -ον (Α)<br />αυτός που ζει [[μόνος]] του, ο [[άγαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[αὔλιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αὐλή]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 201] allein lebend, einsam, βίος, Suid. v. Λουκιανός.

Greek (Liddell-Scott)

μοναύλιος: -ον, μονήρης, πρὸς τὸν μοναύλιον ἀπέκλινε Σουΐδ. ἐν λ. Λουκιανὸς ὁ μάρτυς, πρβλ. Φιλόστ. 484Α.

Greek Monolingual

μοναύλιος, -ον (Α)
αυτός που ζει μόνος του, ο άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(o)- + αὔλιος (< αὐλή)].