γνωμιδιώκτης: Difference between revisions

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source
(c2)
 
(8)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0498.png Seite 498]] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.
}}
{{DGE
|dgtxt=(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης [[que anda a la caza de máximas sentenciosas]] Cratin.342.
}}
{{grml
|mltxt=[[γνωμιδιώκτης]], ο (Α)<br />αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γνωμιδιώκτης]] [[αντί]] <i>γνωμιδιοδιώκτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[γνωμίδιον]] <span style="color: red;">+</span> [[διώκτης]], με [[απλολογία]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:02, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 498] Cratin. bei Schol. Plat. p. 330, wenn nicht γνωμοδιώκτης zu schreiben, Sentenzenjäger.

Spanish (DGE)

(γνωμῐδιώκτης) -ου, ὁ hapl. por γνωμιδιοδιώκτης que anda a la caza de máximas sentenciosas Cratin.342.

Greek Monolingual

γνωμιδιώκτης, ο (Α)
αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του γνωμίδια, αποφθέγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γνωμιδιώκτης αντί γνωμιδιοδιώκτης < γνωμίδιον + διώκτης, με απλολογία].