χωρητός: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(c2) |
(47c) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] adj. verb. von [[χωρέω]], gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1387.png Seite 1387]] adj. verb. von [[χωρέω]], gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χωρητός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, [[καταληπτός]], [[ἀπόκρισις]] ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, ΜΑ [[χωρῶ]]<br />ο [[καταληπτός]], αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα [[κανείς]] να συλλάβει με τον νου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβατός]]<br /><b>2.</b> [[πεπερασμένος]]<br /><b>3.</b> (γενικά) [[ικανός]] για [[κάτι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:16, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1387] adj. verb. von χωρέω, gefaßt, zu fassen, faßlich, begreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χωρητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃς δύναται νὰ χωρήσῃ εἰς τὸν νοῦν, καταληπτός, ἀπόκρισις ὀλίγοις τῶν ἐπὶ γῆς χωρητὴ Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 292C.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ χωρῶ
ο καταληπτός, αυτός τον οποίο μπορεί εύκολα κανείς να συλλάβει με τον νου
αρχ.
1. διαβατός
2. πεπερασμένος
3. (γενικά) ικανός για κάτι.