ἀκατακράτητος: Difference between revisions
(4000) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatakratitos | |Transliteration C=akatakratitos | ||
|Beta Code=a)katakra/thtos | |Beta Code=a)katakra/thtos | ||
|Definition=ον, < | |Definition=ἀκατακράτητον, ''Glossaria'' on [[ἀάσχετος]], ''EM''1.31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[irresistible]], <i>EM</i>α 4<br /><b class="num">•</b>subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.<i>Op</i>.151.22. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀκατακράτητος''': ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατακράτητος]], -ον) [[κατακρατῶ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασυγκράτητος]], ο [[ανυπότακτος]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατακράτητον, Glossaria on ἀάσχετος, EM1.31.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, EMα 4
•subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) κατακρατῶ
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.