ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι → become a monkey instead of a lion
-η, -ο αυτός που δεν συγκρατιέται, ακράτητος, ορμητικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + συγκρατώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].