καμμίξας: Difference between revisions
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
(6_6) |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<i>part. ao. poét. de</i> [[καταμίγνυμι]] <i>ou</i> de καταμίσγω. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καμμίξας''': Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[καταμίγνυμι]], διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529. | |lstext='''καμμίξας''': Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[καταμίγνυμι]], διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καμμίξας:''' Επικ. αντί <i>καταμίξας</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[καταμίγνυμι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 21:15, 1 October 2022
French (Bailly abrégé)
part. ao. poét. de καταμίγνυμι ou de καταμίσγω.
Greek (Liddell-Scott)
καμμίξας: Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καταμίγνυμι, διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.
Greek Monotonic
καμμίξας: Επικ. αντί καταμίξας, μτχ. αορ. αʹ του καταμίγνυμι.