πικρόλωτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pikrolotos | |Transliteration C=pikrolotos | ||
|Beta Code=pikro/lwtos | |Beta Code=pikro/lwtos | ||
|Definition= | |Definition=πικρόλωτον, [[of the bitter lotus]], σπέρμα Gal.14.159. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13. | |lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 25 August 2023
English (LSJ)
πικρόλωτον, of the bitter lotus, σπέρμα Gal.14.159.
Greek (Liddell-Scott)
πικρόλωτος: -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό.