ἀκατάγγελτος: Difference between revisions
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akataggeltos | |Transliteration C=akataggeltos | ||
|Beta Code=a)kata/ggeltos | |Beta Code=a)kata/ggeltos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατάγγελτον, [[unproclaimed]], πόλεμος D.H. 1.58, Plu.''Num.''12, cf. App.''Hisp.''11. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[no proclamado]], [[no declarado]] πόλεμος D.H.1.58, Plu.<i>Num</i>.12, cf. App.<i>Hisp</i>.11. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />non déclaré <i>en parl. d'une guerre</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[καταγγέλλω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκατάγγελτος:''' [[не объявленный наперед]], [[начатый без предварительного объявления]] ([[πόλεμος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, [[πόλεμος]], Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19. | |lstext='''ἀκατάγγελτος''': -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, [[πόλεμος]], Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάγγελτος]], -ον) [[καταγγέλλω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια [[παράβαση]]<br /><b>2.</b> (για [[σύμβαση]]) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η [[λύση]] της<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο [[ακήρυκτος]]<br />«[[ἀκατάγγελτος]] [[πόλεμος]]» (Δίον. Αλ. 1, 58). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:33, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατάγγελτον, unproclaimed, πόλεμος D.H. 1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.
Spanish (DGE)
-ον
no proclamado, no declarado πόλεμος D.H.1.58, Plu.Num.12, cf. App.Hisp.11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non déclaré en parl. d'une guerre.
Étymologie: ἀ, καταγγέλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατάγγελτος: не объявленный наперед, начатый без предварительного объявления (πόλεμος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάγγελτος: -ον, ὁ μὴ προκηρυχθείς, πόλεμος, Διον. Ἁλ. 1. 58, Ἀππ. Ἱσπ. Πόλ. 434. 19.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατάγγελτος, -ον) καταγγέλλω
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει μηνυθεί για κάποια παράβαση
2. (για σύμβαση) αυτή που δεν έχει καταγγελθεί, δεν έχει ζητηθεί η λύση της
αρχ.
αυτός που δεν έχει εξαγγελθεί, ο ακήρυκτος
«ἀκατάγγελτος πόλεμος» (Δίον. Αλ. 1, 58).