ακήρυκτος
From LSJ
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
Greek Monolingual
και -χτος, -η, -ο (Α ἀκήρυκτος, -ον)
αυτός που δεν προαναγγέλθηκε με κήρυκα, που έγινε χωρίς προειδοποίηση, ο ξαφνικός
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει αναγορευτεί νικητής από κήρυκες, ο άδοξος
2. αυτός, για τον οποίο δεν έφερε ο κήρυκας αγγελία, άγνωστος
3. φρ. «ακήρυκτος πόλεμος», πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν γίνονται δεκτοί κήρυκες με προτάσεις ειρήνης
4. επίρρ. ἀκηρύκτως
χωρίς τη μεσολάβηση κηρύκων (πρβλ. και ἀκηρυκτεί, ἀκηρυκτί).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κηρύσσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηρυκτεί.