καταγγέλλω

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγγέλλω Medium diacritics: καταγγέλλω Low diacritics: καταγγέλλω Capitals: ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: katangéllō Transliteration B: katangellō Transliteration C: kataggello Beta Code: katagge/llw

English (LSJ)

A announce, proclaim, declare, πόλεμον κατηγγέλκασι Lys.25.30, cf. D.S.14.68, Plu.Pyrrh.26; κ. ῥύσιά τινι Plb.4.53.2; δεῖπνον Plu.2.727b: freq. in NT, κ. τὸ εὐαγγέλιον, Χριστόν, 1 Ep.Cor. 9.14, Ep.Phil.1.17: c. inf., κ. ἱκέσθαι report one's arrival, Berl.Sitzb. 1927.170 (Cyrene).
2 recite, recount, ἀγῶνα Luc.Par.39.
3 denounce, τινὸς τὴν ἐπιβουλήν X.An.2.5.38; δοῦλοι ὅσοι δεσπότας κ. Hdn.5.2.2; lay an information, πρός τινα CIG3641b.32 (Lampsacus): metaph., κ. ἀπειρίαν τοῦ ποιητοῦ A.D.Pron.78.20.
4 of symptoms, threaten, σπασμόν Antyll. ap. Orib.10.2.6.

German (Pape)

[Seite 1341] ankündigen gegen Einen; πόλεμον Lys. 25, 30; Plut. Lyc. 28 u. öfter; Pol. 4, 53, 2; D. Sic. 14, 68; anzeigen, κατήγγειλαν αὐτῷ τὴν ἐπιβουλήν Xen. An. 2, 5, 11; κατήγγελον δεσπότας Hdn. 5, 2, 4; ἀγῶνα τῶν ἀνδρῶν Luc. parasit. 39; verkündigen, N.T. oft.

French (Bailly abrégé)

1 annoncer contre : τινος ἀγῶνα LUC intenter un procès à qqn ; πόλεμον déclarer une guerre;
2 dénoncer : τινί τι qch à qqn.
Étymologie: κατά, ἀγγέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταγγέλλω [κατά, ἀγγέλλω] aankondigen:; κ. πόλεμον de oorlog verklaren Lys. 25.30; verkondigen:. κ. τὸ εὐαγγέλιον het evangelie verkondigen NT 1 Cor. 9.14. aangeven, verklikken:. κ.... τὴν ἐπιβουλήν de samenzwering aangeven Xen. An. 2.5.38.

Russian (Dvoretsky)

καταγγέλλω:
1 объявлять (πόλεμόν τινι Lys., Plut.);
2 сообщать, доносить (τὴν ἐπιβουλήν τινος Xen.): κ. ῥύσιά τινι Polyb. угрожать кому-л. возмездием, т. е. требовать от кого-л. удовлетворения; κ. ἀγῶνά τινος Luc. вчинять иск кому-л.;
3 проповедовать, возвещать (τὸ εὐαγγέλιον NT).

English (Strong)

from κατά and the base of ἄγγελος; to proclaim, promulgate: declare, preach, show, speak of, teach.

English (Thayer)

imperfect κατήγγελλον; 1st aorist κατηγγειλα; passive, present καταγγέλλομαι; 2nd aorist κατηγγελην; to announce, declare, promulgate, make known; to proclaim publicly, publish: τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, ἔθη, τό εὐαγγέλιον, τήν ἀνάστασιν τήν ἐκ νεκρῶν, τάς ἡμέρας ταύτας, G L T Tr WH; Θεόν (others ὁ), Ἰησοῦν, τίνι τί, praedicare): τί, A. V. is spoken of); Xenophon, an. 2,5, 38 where it means to denounce, report, betray; twice in the O. T. viz. προκαταγγέλλω.)

Greek Monolingual

(AM καταγγέλλω)
κατηγορώ («δοῦλοι κατήγγειλαν τοὺς δεσπότας», Ηρωδιαν.)
νεοελλ.
1. ειδοποιώ αρμόδια αρχή για μια παράνομη πράξη
2. μηνύω κάποιον («θα σέ καταγγείλω για συκοφαντική δυσφήμηση»)
3. (για συνθήκες, συμφωνίες, συμβάσεις) κηρύσσω άκυρη ή διαλύω
αρχ.
1. διακηρύσσω, αναγγέλλω, γνωστοποιώ («καταγγέλλειν ἱκέσθαι»)
2. διηγούμαι, εκθέτω («οὐ μέτριον ἀγῶνα καταγγέλεις τῶν ἀνδρῶν», Λουκιαν.)
3. απειλώ
4. φρ. «καταγγέλλω πόλεμον» — κηρύσσω πόλεμο.

Greek Monotonic

καταγγέλλω: μέλ. -ελῶ,
1. καταγγέλλω, προδίδω, εξαπατώ, σε Ξεν.
2. αναγγέλλω, κηρύσσω, πόλεμον, σε Λυσ.

Greek (Liddell-Scott)

καταγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, ἀναγγέλλω, κηρύσσω, πόλεμον Λυσ. 174. 28, Διόδ. 14. 68, κτλ.· κ. ῥύσιά τινι Πολύβ. 4. 53, 2. 2) κατ. ἀγῶνα, Λατ. litem intendere, Λουκ. Παράσ. 39. 3) καταγγέλλω, ὅτι κατήγγειλαν αὐτοῦ τὴν ἐπιβουλὴν Ξεν. Ἀν. 3. 5, 38· δοῦλοι κ. τοὺς δεσπότας Ἡρῳδιαν. 5. 2· κ. τι πρός τινα Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 3641b. 32: πρβλ. κατάγγελτος.

Middle Liddell

fut. ελῶ
1. to denounce, betray, Xen.
2. to declare, πόλεμον Lys.

Chinese

原文音譯:kataggšllw 卡特-昂給羅
詞類次數:動詞(17)
原文字根:向下-信息
字義溯源:宣佈,傳講,傳,傳給,傳開,傳說,傳揚,當眾宣告,告訴,表明,說;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἄγγελος)=使者)組成;其中 (ἄγγελος)出自(ἀγγελία)X*=帶來信息)。參讀 (ἀγγέλλω)同義字
出現次數:總共(18);徒(11);羅(1);林前(3);腓(2);西(1)
譯字彙編
1) 傳講(4) 徒4:2; 徒13:5; 徒17:13; 林前2:1;
2) 傳(4) 徒16:21; 羅1:8; 林前9:14; 腓1:17;
3) 傳給(3) 徒13:38; 徒17:3; 徒26:23;
4) 表明(1) 林前11:26;
5) 被傳開了(1) 腓1:18;
6) 傳揚(1) 西1:28;
7) 傳說(1) 徒16:17;
8) 曾傳講過(1) 徒15:36;
9) 說(1) 徒3:24;
10) 告訴(1) 徒17:23