διασώστης: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(6_19)
(9)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασώστης''': -ου, ὁ, ὁ διατηρῶν τινα ἀκέραιον, ἀσφαλῆ ἐντελῶς, ἴδε Δουκάγγ.
|lstext='''διασώστης''': -ου, ὁ, ὁ διατηρῶν τινα ἀκέραιον, ἀσφαλῆ ἐντελῶς, ἴδε Δουκάγγ.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. διασώστρια, η) (Μ [[διασώστης]], ο<br />θηλ. διασώστρια, η)<br />αυτός που διασώζει, απαλλάσσει κάποιον από όλεθρο.
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 605] ὁ, der Einen glücklich durchbringt; erst bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διασώστης: -ου, ὁ, ὁ διατηρῶν τινα ἀκέραιον, ἀσφαλῆ ἐντελῶς, ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διασώστρια, η) (Μ διασώστης, ο
θηλ. διασώστρια, η)
αυτός που διασώζει, απαλλάσσει κάποιον από όλεθρο.