ἁλμυροφόρος: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(6_18) |
(big3_3) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλμυροφόρος''': -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464. | |lstext='''ἁλμυροφόρος''': -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[salobre]] πηγαί Chrys.<i>Hom.in Ps</i>.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.<i>Fic</i>.M.59.590. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 21 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυροφόρος: -ον, ὁ φέρων, δηλ. παράγων ἁλμυρά, Χρυσ. τόμ. 6, σ. 464.
Spanish (DGE)
-ον
salobre πηγαί Chrys.Hom.in Ps.115.1-3 (p.357.13), θάλασσα Seuerian.Fic.M.59.590.