κρυψίπτερος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(6_17)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρυψίπτερος''': -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.
|lstext='''κρυψίπτερος''': -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρυψίπτερος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρυψι</i>- (<b>βλ.</b> <i>κρυπτ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), [[πρβλ]]. [[ερασίπτερος]], [[τανυσίπτερος]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίπτερος: -ον, ἔχων κεκρυμμένας, κεκαλυμμένας τὰς πτέρυγας, Φιλῆς π. Ζώων ἰδιότ. 67. 15.

Greek Monolingual

κρυψίπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασίπτερος, τανυσίπτερος].