κεφαλόδεσμον: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(6_21)
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεφαλόδεσμον''': τό, = [[κεφαλόδεσμος]], Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.
|lstext='''κεφαλόδεσμον''': τό, = [[κεφαλόδεσμος]], Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλόδεσμον]], τὸ (Α)<br />[[κεφαλόδεσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεφαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δεσμον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>δεσμόν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δέω</i> (II) «[[δένω]]»), [[πρβλ]]. [[ζυγόδεσμον]], [[σκελόδεσμον]]].
}}
}}

Latest revision as of 13:01, 10 May 2023

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλόδεσμον: τό, = κεφαλόδεσμος, Ἰω. Χρυσ. Ι. 242Α.

Greek Monolingual

κεφαλόδεσμον, τὸ (Α)
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμον (< δεσμόν < δέω (II) «δένω»), πρβλ. ζυγόδεσμον, σκελόδεσμον].