πολύφοινος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(6_17)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφοινος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ φόνου, π. ἑορτὰ Ἀλκμὰν 18.
|lstext='''πολύφοινος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] πολλοῦ φόνου, π. ἑορτὰ Ἀλκμὰν 18.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός [[κατά]] τον οποίο γίνονται ή έγιναν πολλοί φόνοι («[[πολύφοινος]] ἑορτά», Αλκμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φοινός]] «[[ερυθρός]] σαν το [[αίμα]], [[φονικός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολύφοινος: -ον, ὁ μετὰ πολλοῦ φόνου, π. ἑορτὰ Ἀλκμὰν 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός κατά τον οποίο γίνονται ή έγιναν πολλοί φόνοι («πολύφοινος ἑορτά», Αλκμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φοινός «ερυθρός σαν το αίμα, φονικός»].