ζωοσταγής: Difference between revisions
(6_8) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοσταγής''': -ές, ὁ στάζων ζωήν, [[βότρυς]] Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | |lstext='''ζωοσταγής''': -ές, ὁ στάζων ζωήν, [[βότρυς]] Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζωοσταγής]], -ές (Μ)<br />αυτός που στάζει ζωή («[[ζωοσταγής]] [[βότρυς]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>σταγης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στάζω]]), [[πρβλ]]. [[αιμοσταγής]], [[μελισταγής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:43, 23 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ζωοσταγής: -ές, ὁ στάζων ζωήν, βότρυς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
Greek Monolingual
ζωοσταγής, -ές (Μ)
αυτός που στάζει ζωή («ζωοσταγής βότρυς», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -σταγης (< στάζω), πρβλ. αιμοσταγής, μελισταγής].