αιμοσταγής

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

-ές (Α αἱμοσταγής)
αυτός που στάζει αίμα
νεοελλ.
αιμοχαρής, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -σταγὴς < στάζω.