Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
-ές (Α αἱμοσταγής)αυτός που στάζει αίμανεοελλ.αιμοχαρής, κακούργος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -σταγὴς < στάζω.