σφιγμός: Difference between revisions

From LSJ

Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst

Menander, Monostichoi, 317
(6_14)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφιγμός''': ὁ, = [[σφίγξις]], Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.
|lstext='''σφιγμός''': ὁ, = [[σφίγξις]], Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[σφίγγω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[συνώθηση]], [[σπρώξιμο]] («ὁ [[κόσμος]] [[ὅλος]] παρῆν, ὠς καὶ [[πάντα]] στενοχωρεῖσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῖν τῷ πολλῷ τοῦ σφιγμοῦ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σφίξιμο]].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 1051] ὁ, = σφίγξις, Math. vett.

Greek (Liddell-Scott)

σφιγμός: ὁ, = σφίγξις, Ἀπολλόδωρ. Πολιορκ. ἐν Ἀρχ. Μαθ. 25 κατὰ τὸν Schneid.· ― μεταφορ. παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 179. 54., 333. 13.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ σφίγγω
μσν.
συνώθηση, σπρώξιμο («ὁ κόσμος ὅλος παρῆν, ὠς καὶ πάντα στενοχωρεῖσθαι τῷ ὄχλῳ καί τινας καὶ ἐκλιπεῖν τῷ πολλῷ τοῦ σφιγμοῦ», Ευστ.)
αρχ.
σφίξιμο.