μάται: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(6_1)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάται''': (Αἰολ.)· «διατρίβει, χρονίζει» Ἡσύχ.
|lstext='''μάται''': (Αἰολ.)· «διατρίβει, χρονίζει» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάται]] (Α) (<b>αιολ. τ.</b>) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «διατρίβει, χρονίζει».
}}
}}

Latest revision as of 07:27, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μάται: (Αἰολ.)· «διατρίβει, χρονίζει» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάται (Α) (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «διατρίβει, χρονίζει».