κισσο: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
(6_22)
 
(3)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κισσο''': χίτων ῐ, ωνος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος μὲ κισσόν, Ὀρφ. Λιθ. 258.
|lstext='''κισσο''': χίτων ῐ, ωνος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος μὲ κισσόν, Ὀρφ. Λιθ. 258.
}}
{{elru
|elrutext='''κισσο:''' в сложн. словах = [[κισσός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κισσο: χίτων ῐ, ωνος, ὁ, ἡ, ἐνδεδυμένος μὲ κισσόν, Ὀρφ. Λιθ. 258.

Russian (Dvoretsky)

κισσο: в сложн. словах = κισσός.