βροτοσώστης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(6_15) |
(7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βροτοσώστης''': ὁ, σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων, Πτωχοπρόδρ. (Rev. Arch. 1874, σ. 376). | |lstext='''βροτοσώστης''': ὁ, σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων, Πτωχοπρόδρ. (Rev. Arch. 1874, σ. 376). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βροτοσώστης]], ο (Μ)<br />ο [[σωτήρας]] των ανθρώπων, ο [[Χριστός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:01, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
βροτοσώστης: ὁ, σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων, Πτωχοπρόδρ. (Rev. Arch. 1874, σ. 376).
Greek Monolingual
βροτοσώστης, ο (Μ)
ο σωτήρας των ανθρώπων, ο Χριστός.