βροτοσώστης
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek (Liddell-Scott)
βροτοσώστης: ὁ, σωτὴρ τῶν ἀνθρώπων, Πτωχοπρόδρ. (Rev. Arch. 1874, σ. 376).
Greek Monolingual
βροτοσώστης, ο (Μ)
ο σωτήρας των ανθρώπων, ο Χριστός.