ἡμιγέρων: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(6_19)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμιγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ [[γέρων]], Λόγγος 3. 31.
|lstext='''ἡμιγέρων''': -οντος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ [[γέρων]], Λόγγος 3. 31.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμιγέρων]], ὁ, ἡ (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ [[γέροντας]], ο [[σχεδόν]] [[γέροντας]].
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1167] οντος, ὁ, Halbgreis, Long. 3, 31, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιγέρων: -οντος, ὁ, ἡ, κατὰ τὸ ἥμισυ γέρων, Λόγγος 3. 31.

Greek Monolingual

ἡμιγέρων, ὁ, ἡ (Α)
ο κατά το ήμισυ γέροντας, ο σχεδόν γέροντας.