κρώμαξ: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
(6_4)
(22)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρώμαξ''': -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ [[κλώμαξ]], Δράκων σ. 18· [[ἐντεῦθεν]] κρωμακόεις, εσσα, εν, [[τραχύς]], [[πετρώδης]], [[κρημνώδης]], Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, [[λέξις]] Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.
|lstext='''κρώμαξ''': -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ [[κλώμαξ]], Δράκων σ. 18· [[ἐντεῦθεν]] κρωμακόεις, εσσα, εν, [[τραχύς]], [[πετρώδης]], [[κρημνώδης]], Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, [[λέξις]] Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[κρῶμαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλώμαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 07:26, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1517] ακος, ὁ, Steinhaufen, Felsen, VLL. S. κλώμαξ.

Greek (Liddell-Scott)

κρώμαξ: -ᾱκος, ὁ, σωρὸς λίθων, ἀντὶ κλώμαξ, Δράκων σ. 18· ἐντεῦθεν κρωμακόεις, εσσα, εν, τραχύς, πετρώδης, κρημνώδης, Ἡσύχ.· κρωμακωτός, ή, όν, λέξις Παφλαγονικὴ κατὰ τὸν Εὐστ. 330. 40.

Greek Monolingual

κρῶμαξ, -ακος, ὁ (Α)
βλ. κλώμαξ.