εὔθυνσις: Difference between revisions

(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eythynsis
|Transliteration C=eythynsis
|Beta Code=eu)/qunsis
|Beta Code=eu)/qunsis
|Definition=εως, ἡ, (εὐθύνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">straightening</b>, opp. <b class="b3">κάμψις</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>386a7</span>, <span class="bibl"><span class="title">IA</span>708b24</span>; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.</span>
|Definition=-εως, ἡ, ([[εὐθύνω]]) [[straightening]], opp. [[κάμψις]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]''386a7, ''IA''708b24; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; Ggstz [[κάμψις]], Arist. Meteor. 4, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1071.png Seite 1071]] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; <span class="ggns">Gegensatz</span> [[κάμψις]], Arist. Meteor. 4, 9.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔθυνσις:''' εως ἡ [[выпрямление]] ([[ἔστι]] εὔ. ἡ εἰς εὐθὺ [[μεταβολή]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔθυνσις''': -εως, ἡ, ([[εὐθύνω]]) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κάμψις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· [[εὔθυνσις]] τῆς διεστραμμένης [[ῥινός]], «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.
|lstext='''εὔθυνσις''': -εως, ἡ, ([[εὐθύνω]]) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[κάμψις]], Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· [[εὔθυνσις]] τῆς διεστραμμένης [[ῥινός]], «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔθυνσις]], ἡ (Α) [[ευθύνω]]<br />το να κάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] [[ευθύ]].
}}
}}

Latest revision as of 11:07, 25 August 2023

English (LSJ)

-εως, ἡ, (εὐθύνω) straightening, opp. κάμψις, Arist.Mete.386a7, IA708b24; τῆς ῥινός Gal.18(1).481.

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, das Gerademachen, Lenken, Richten, Sp. die gerade Richtung; Gegensatz κάμψις, Arist. Meteor. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

εὔθυνσις: εως ἡ выпрямление (ἔστι εὔ. ἡ εἰς εὐθὺ μεταβολή Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔθυνσις: -εως, ἡ, (εὐθύνω) τὸ εὐθύνειν, ποεῖν τι εὐθύ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κάμψις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 8, π. Πορείας Ζῴων 9. 1· εὔθυνσις τῆς διεστραμμένης ῥινός, «ἴσασμα», Γαλην. τ. 18, μέρ. 1, σ. 481, 8.

Greek Monolingual

εὔθυνσις, ἡ (Α) ευθύνω
το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ.