νεκταρόβλυστος: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(6_1)
 
(26)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκταρόβλυστος''': [[δρόσος]], ἀναβλύζουσα [[νέκταρ]] [[δρόσος]], Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 216, ἔκδ. Mil.
|lstext='''νεκταρόβλυστος''': [[δρόσος]], ἀναβλύζουσα [[νέκταρ]] [[δρόσος]], Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 216, ἔκδ. Mil.
}}
{{grml
|mltxt=[[νεκταρόβλυστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναβλύζει [[νέκταρ]] («[[νεκταρόβλυστος]] [[δρόσος]]», Φιλής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νέκταρ]], -<i>αρος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βλυστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλύζω]] «[[αναβλύζω]]»)].
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

νεκταρόβλυστος: δρόσος, ἀναβλύζουσα νέκταρ δρόσος, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 216, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

νεκταρόβλυστος, -ον (Μ)
αυτός που αναβλύζει νέκταρνεκταρόβλυστος δρόσος», Φιλής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -βλυστος (< βλύζω «αναβλύζω»)].