μαχικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(6_10)
 
(24)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μαχικός''': -ή, -όν, = [[μαχητικός]], [[πολεμικός]], μαχικὴν διάθεσιν Τιμόθεος Γραμματικ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 266, 4.
|lstext='''μαχικός''': -ή, -όν, = [[μαχητικός]], [[πολεμικός]], μαχικὴν διάθεσιν Τιμόθεος Γραμματικ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 266, 4.
}}
{{grml
|mltxt=[[μαχικός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μαχητικός]], [[πολεμικός]] («μαχικὴν διάθεσιν», Τιμόθ. Μιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μαχ</i>- του [[μάχομαι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i>].
}}
}}

Latest revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μαχικός: -ή, -όν, = μαχητικός, πολεμικός, μαχικὴν διάθεσιν Τιμόθεος Γραμματικ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 266, 4.

Greek Monolingual

μαχικός, -ή, -όν (Α)
μαχητικός, πολεμικός («μαχικὴν διάθεσιν», Τιμόθ. Μιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχ- του μάχομαι + κατάλ. -ικός].