μαχικός

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek (Liddell-Scott)

μαχικός: -ή, -όν, = μαχητικός, πολεμικός, μαχικὴν διάθεσιν Τιμόθεος Γραμματικ. ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 266, 4.

Greek Monolingual

μαχικός, -ή, -όν (Α)
μαχητικός, πολεμικός («μαχικὴν διάθεσιν», Τιμόθ. Μιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαχ- του μάχομαι + κατάλ. -ικός].