μαχητικός
English (LSJ)
μαχητική, μαχητικόν, fit for fighting, ὀδόντες μαχητικοί Arist.PA662b34; warlike, μ. παιδιαί Id.Rh.1371a1; of persons, pugnacious, ib.1381a32, etc.; μαχητικὸς περὶ κέρδους ib.1372b31: ἡ μαχητική (sc. τέχνη), skill in fighting, Pl.Sph.225a; τὸ μαχητικόν = belligerence ibid.; μαχητικοὶ ἵπποι restive horses, Id.R.467e. Adv. μαχητικῶς = pugnaciously, Id.Tht.168b; in a hostile manner, μαχητικῶς διακείμενα Simp. in Cael. 197.9.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à combattre, batailleur.
Étymologie: μαχητός.
German (Pape)
zum Streiten gehörig, zum Kampf geneigt, streitbar, ἵπποι, Plat. Rep. V.467e, παιδιαί, Arist. rhet. 1.11; ἡ μαχητική, die Kunst zu kämpfen, Plat. Soph. 225a; τὸ μαχητικόν, Streitlust, Plut. amat. 13.
• Adv. μαχητικῶς, Plat. Theaet. 168b.
Russian (Dvoretsky)
μᾰχητικός: воинственный, боевой (ἵπποι Plat.; παιδιαί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰχητικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς μαχητὴν ἢ εἰς μάχην, διατεθειμένος πρὸς μάχην ἢ πόλεμον, πολεμικός, φίλερις, Ἀριστ. Ρητ. 2. 14, 12, κτλ.· μ. παιδιαὶ αὐτόθι 1. 11, 15· μ. περί τινος αὐτόθι 1. 12, 19, κτλ.· - ἡ -κή (ἐξυπ. τέχνη), ἐμπειρία περὶ τὸ μάχεσθαι, Πλάτ. Σοφ. 225Α· οὕτω, τὸ -κὸν αὐτόθι· - μ. ἵπποι, θυμοειδεῖς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 467Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, πολεμικῶς, ἐριστικῶς, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 168Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό
(Α μαχητικός, -ή, -όν) μαχητής
1. κατάλληλος για μάχη, πολεμικός (α. «δέδωκε γὰρ ἡ φύσις τοῖς μὲν ὄνυχας, τοῖς δὲ ὀδόντας μαχητικούς», Αριστοτ.
β. «ο στρατός δεν ήταν εφοδιασμένος με μαχητικά αεροπλάνα»)
2. αυτός που έχει κλίση για μάχη ή διάθεση για πόλεμο, φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής
3. γενναίος, θαρραλέος, ορμητικός, αγωνιστικός
4. το θηλ. ως ουσ. η μαχητική (ενν. τέχνη)
η τέχνη του να μάχεται κανείς, η εμπειρία στη μάχη
5. το ουδ. ως ουσ. το μαχητικό(ν)
μαχητική διάθεση, μαχητικότητα
6. (κατ' επέκτ.) εριστικός, φιλόνικος, καβγατζής
νεοελλ.
δραστήριος («είναι το πιο μαχητικό μέλος του κόμματός μας»)
αρχ.
φρ. «μαχητικοί ίπποι» — ανυπότακτα, ατίθασα άλογα.
επίρρ...
μαχητικώς και -ά (Α μαχητικώς)
νεοελλ.
ορμητικά, με τόλμη και αποφασιστικότητα
αρχ.
με πολεμικό ή εριστικό ή εχθρικό τρόπο («ου δυσμενώς, ουδέ μαχητικώς», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μᾰχητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει ροπή στη μάχη ή τον πόλεμο, φιλόνικος, σε Αριστ.· μαχητικοὶ ἵπποι, ατίθασα άλογα, σε Πλάτ.
Middle Liddell
μᾰχητικός, ή, όν
inclined to battle or war, quarrelsome, Arist.:— μ. ἵπποι restive horses, Plat.
Translations
quarrelsome
Bulgarian: свадлив; Czech: hádavý; Dutch: twistziek, ruzieachtig; Esperanto: kverelema; Finnish: riitaisa, räyhäkäs, toraisa; French: querelleux, querelleur; Georgian: მოჩხუბარი, ჩხუბის თავი; German: streitsüchtig, zänkisch, unverträglich, zanksüchtig, händelsüchtig, hadersüchtig, streitlustig; Greek: κακότροπος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δύσερις, δύσηρις, δυσήριστος, ἐριστικός, μαχητικός, μάχιμος, μαχιμώδης, παραθερμανθείς, στασιώδης, συμβαλλομάχος, φιλαπεχθήμων, φιλαπεχθής, φίλερις, φιλεχθής, φιλόδηρις, φιλόνεικος, φιλόνικος; Hungarian: veszekedős; Irish: achrannach, clamprach, imreasach, cointinneach, trodach, anglánta, argánta, bruíonach; Maori: pākani, tumatuma, nihoniho, pakapaka, ngaweri, toheriri, tumatuma; Norwegian Bokmål: trettekjær, kranglevoren; Nynorsk: trettekjær, kranglevoren; Polish: swarliwy, kłótliwy, awanturniczy; Scottish Gaelic: connsachail, connspaideach, dranndanach; Spanish: rijoso; Tagalog: palabangay; Welsh: cwerylgar, ffraegar, cecrus, cynhennus, ymrafaelgar, ymrysongar