τιθασευτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
(6_11)
 
(41)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῐθᾰσευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
|lstext='''τῐθᾰσευτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[τιθασεύω]]<br />εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] εύκολα να τιθασεύσει.
}}
}}

Latest revision as of 12:52, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τιθασεύω
εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.