τιθασευτός

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek (Liddell-Scott)

τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τιθασεύω
εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.