ἀποπωλέω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
(6_20)
 
(big3_6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποπωλέω''': πωλῶ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 129C (ἄλλ. γραφ. [[ἀπεμπολάω]]).
|lstext='''ἀποπωλέω''': πωλῶ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 129C (ἄλλ. γραφ. [[ἀπεμπολάω]]).
}}
{{DGE
|dgtxt=[[contratar]] ἀποπωλῆσαι τοὺς πωλητὰς στήλην λιθίνην Πολέμων 1.1929.32 (Demetrias III a.C.).
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπωλέω: πωλῶ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 129C (ἄλλ. γραφ. ἀπεμπολάω).

Spanish (DGE)

contratar ἀποπωλῆσαι τοὺς πωλητὰς στήλην λιθίνην Πολέμων 1.1929.32 (Demetrias III a.C.).