ἀποπωλέω

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπωλέω: πωλῶ ἓν κατόπιν τοῦ ἄλλου, Εὐσ. Εὐαγγ. Ἀπόδ. 129C (ἄλλ. γραφ. ἀπεμπολάω).

Spanish (DGE)

contratar ἀποπωλῆσαι τοὺς πωλητὰς στήλην λιθίνην Πολέμων 1.1929.32 (Demetrias III a.C.).