ἀπεμπολάω

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεμπολάω Medium diacritics: ἀπεμπολάω Low diacritics: απεμπολάω Capitals: ΑΠΕΜΠΟΛΑΩ
Transliteration A: apempoláō Transliteration B: apempolaō Transliteration C: apempolao Beta Code: a)pempola/w

English (LSJ)

sell, ἀπημπόλα με λάθρα E.Ion1371; ἀ. τι ἀντί τινος to sell for a thing, Id.Cyc.257; τί τινος X.Smp.8.21, cf. Herod.7.65; ἀ. τινὰ εἰς λατρείαν Luc.Merc.Cond.23; sell, i.e. betray, ἡ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα E.Tr.973; ἀ. ψυχάς barter your lives, Id.Ph. 1228; τίς ὢν σὺ τήνδ' ἀπεμπολᾷς χθονός; dost thou smuggle her out of the country? Id.IT1360; ἀ. νόμους τοῖς δεομένοις Procop.Pers.1.24:—Pass., ἀπεμπολώμενοι 'bought and sold', Ar.Ach.374.—An Ion. form ἀπεμπολέω is found in D.H.7.63, Max. Tyr.33.8, Luc.Tox. 28.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -έω D.H.7.63, Str.3.2.4, Max.Tyr.27.8
I en cont. neutr., de cosas materiales vender τοὺς δ' ἄρνας ... ἀντ' οἴνου E.Cyc.257, κόσου ... ἀπεμπολῆ<σαι> ζεῦγος; Herod.7.65, λάφυρα D.H.7.63, θύννον Aesop.21.1, ἱμάτιον Aesop.179.1, τὰ πρόβατα Aesop.223.3, τὸν ἵππον Ael.NA 6.44, cf. en v. pas., Aesop.190.3, τὸ περιττεῦον ... ἀπεμπολεῖται ῥαδίως el excedente se exporta fácilmente Str.3.2.4.
II en cont. peyor.
1 de pers. y cosas vender fraudulenta o clandestinamente, desembarazarse de algo mediante venta o de contrabando με ... ἀπημπόλα λάθρα de un niño vendido fraudulentamente, E.Io 1371, cf. Aretad.2, de mujeres Certamen 26, de Ifigenia raptada por Orestes, E.IT 1360, cf. D.C.77.14.2, ἑάλωσαν γάρ τι ἀπεμπολῶντες pues los capturaron vendiendo algo (del botín robado), Luc.Tox.28, cf. Philostr.VA 3.24.
2 de pers., abstractos, etc., fig. vender indignamente, traficar con, entregar ψυχάς E.Ph.1228, Ἄργος βαρβάροις E.Tr.973, χρημάτων ... τὴν ὥραν X.Smp.8.21, ἐπὶ τοιαύτης σαυτὸν λατρείαν ἀπεμπολήσας entregándote tu mismo a semejante servidumbre Luc.Merc.Cond.23, μαθήματα Max.Tyr.27.8, νόμους Procop.Pers.1.24.16, τὰς κρίσεις Isid.Pel.Ep.M.78.297C, τοῦ ἁγίου πνεύματος ... δωρεάς ref. a la simonía, Isid.Pel.Ep.M.78.253C, D.C.39.56.4, Clem.Ep.M.2.44B
en v. pas. κἀνταῦθα λανθάνουσ' ἀπεμπολώμενοι y entonces no se dan cuenta de que se ha traficado con ellos Ar.Ach.374.
III obtener, conseguir ὀδύνην Epiph.Const.Haer.30.8, τὰς προφάσεις Epiph.Const.Haer.66.17.

German (Pape)

[Seite 286] verkaufen, τινός, wofür, Xen. Conv. 8, 21; ἄρνας ἀντ' οἴνου ἀπημπόλα Eur. Cycl. 275; μέλαθρα Ion. 1371; ψυχάς Phoen. 1234; übtr., verrathen, preisgeben, ἡ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα Troad. 973; τίνος τήνδ' ἀπεμπολᾶς χθονός I. T. 1360, hinterlistig fortführen; so pass. ἀπεμπολώμενοι Ar. Ach. 352; Sp.

French (Bailly abrégé)

ἀπεμπολῶ :
impf. ἀπεμπόλων;
1 vendre;
2 emmener, emporter (un esclave, un objet acheté).
Étymologie: ἀπό, ἐμπολάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεμπολάω: ион. Plut., Luc. ἀπεμπολέω
1 продавать (τι ἀντί τινος Eur. и τί τινος Xen.; τί τινι Eur.; τινα εἰς λατρείαν Luc.);
2 уводить обманом (τινα τῆς χθονός Eur.);
3 обманывать, дурачить (οἱ ἀπεμπολώμενοι Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεμπολάω: μέλλ. -ήσω, πωλῶ, ἀπημπόλα λάθρᾳ Εὐρ. Ἴων 1371· ἀπεμπολᾶν ἀντὶ τινος, τοὺς δ’ ἄρνας ἡμῖν οὗτος ἀντ’ οἴνου σκύφου ἀπημπόλα Εὐρ. Κύκλ. 256· τί τινος Ξεν. Συμπ. 8. 21· ἀπ’ τινὰ εἰς λατρείαν Λουκ. Περὶ τ. ἐπὶ μ. συν. 23· πωλῶ, ὅ ἐ. προδίδω, ὡς καὶ νῦν, ἥ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα Εὐρ. Τρῳ. 973· ἀπ. ψυχήν, πωλῶ τὴν ζωήν μου, ὁ αὐτ. Φοίν. 1228 (πρβλ. ἐξεμπολάω)· τίνος τίς ὤν σὺ τήνδ’ ἀπεμπολᾷς χθονός; ἀπάγεις ταύτην ἐκ τῆς χώρας ταύτης ὅπως πωλήσῃς αὐτὴν ἔξω ὡς δούλην; ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1360: - Παθ., ἀπεμπολώμενοι, ἀγοραζόμενοι καὶ πωλούμενοι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 374. - Αἱ ἐκδόσεις τοῦ Λουκ. ἔχουσι τὸν Ἰωνικὸν τύπον ἀπεμπολέω, Τοξ. 28: - τὸ ἀπεμπωλάω εἶναι ἐσφαλ. γραφ., Λοβ. Φρύν. 584.

Greek Monotonic

ἀπεμπολάω: μέλ. -ήσω, παρατ. ἀπημπόλων· πουλώ, σε Ευρ.· ἀπεμπολάω τί τινος ή ἀντί τινος, πουλώ έναντι ανταλλάγματος, σε Ξεν., Ευρ.· ἀπεμπολάω τινὰ χθονός, απάγω κάποιον μακριά από την πόλη προκειμένου να πουλήσω ως δούλο, σε Ευρ.· Παθ., ἀπεμπολώμενοι, αυτοί που έχουν αγοραστεί και πωληθεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

to sell, Eur.; ἀπ. τί τινος or ἀντί τινος to sell for a thing, Xen., Eur.; ἀπ. τινὰ χθονός to smuggle one out of the country, Eur.:—Pass., ἀπεμπολώμενοι "bought and sold, " Ar.