κενόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(6_18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενόφωνος''': -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
|lstext='''κενόφωνος''': -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενόφωνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που λέγει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>γλυκύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:22, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].