κερδαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(6_12)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κερδαντήρ''': ῆρος, ὁ, [[φιλάργυρος]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 136.
|lstext='''κερδαντήρ''': ῆρος, ὁ, [[φιλάργυρος]], Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 136.
}}
{{grml
|mltxt=[[κερδαντήρ]], -ῆρος, ὁ (Α) [[κερδαίνω]]<br />[[φιλοκερδής]], [[φιλοχρήματος]], [[φιλάργυρος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1423] ῆρος, ὁ, der Gewinnsüchtige, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

κερδαντήρ: ῆρος, ὁ, φιλάργυρος, Χρησμ. Σιβυλλ. 7. 136.

Greek Monolingual

κερδαντήρ, -ῆρος, ὁ (Α) κερδαίνω
φιλοκερδής, φιλοχρήματος, φιλάργυρος.