τελειόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
(6_9) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τελειόκαρπος''': ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98. | |lstext='''τελειόκαρπος''': ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[τελεόκαρπος]], -ον, Μ<br />(για [[φυτό]]) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλειος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]] ([[πρβλ]]. [[μικρόκαρπος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:35, 11 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
τελειόκαρπος: ἢ τελεόκ-, ον, ὁ παράγων τέλειον καρπόν, Κ. Μανασσ. Χρον. 98.
Greek Monolingual
και τελεόκαρπος, -ον, Μ
(για φυτό) αυτός που έχει τέλειους, ώριμους καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλειος + καρπός (πρβλ. μικρόκαρπος)].