ἡμίλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_17)
(16)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λεχθείς, [[λόγος]] Θεοφύλ.
|lstext='''ἡμίλεκτος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λεχθείς, [[λόγος]] Θεοφύλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίλεκτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που ελέχθη [[κατά]] το ήμισυ, μισοειπωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[λεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:35, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1168] halb gesagt, Theophyl.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίλεκτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ λεχθείς, λόγος Θεοφύλ.

Greek Monolingual

ἡμίλεκτος, -ον (Μ)
αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].