ὀμφαλόκαρπος: Difference between revisions

(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omfalokarpos
|Transliteration C=omfalokarpos
|Beta Code=o)mfalo/karpos
|Beta Code=o)mfalo/karpos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bearing fruit like an</b> <b class="b3">ὀμφαλός</b>, name for <b class="b3">ἀπαρίνη</b>, Dsc.3.90.</span>
|Definition=ὀμφαλόκαρπον, [[bearing fruit like an]] [[ὀμφαλός]], name for [[ἀπαρίνη]], Dsc.3.90.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀμφᾰλόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων καρπὸν ὅμοιον πρὸς ὀμφαλόν, = [[ἀπαρίνη]], Διοσκ. 3. 104, ἐκ τῶν νόθων.
|lstext='''ὀμφᾰλόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων καρπὸν ὅμοιον πρὸς ὀμφαλόν, = [[ἀπαρίνη]], Διοσκ. 3. 104, ἐκ τῶν νόθων.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀμφαλόκαρπος]], -ον (Α)<br />(ως [[ονομασία]] του φυτού [[ἀπαρίνη]]) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό.
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

English (LSJ)

ὀμφαλόκαρπον, bearing fruit like an ὀμφαλός, name for ἀπαρίνη, Dsc.3.90.

German (Pape)

[Seite 343] mit nabelförmiger Frucht, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφᾰλόκαρπος: -ον, ὁ φέρων καρπὸν ὅμοιον πρὸς ὀμφαλόν, = ἀπαρίνη, Διοσκ. 3. 104, ἐκ τῶν νόθων.

Greek Monolingual

ὀμφαλόκαρπος, -ον (Α)
(ως ονομασία του φυτού ἀπαρίνη) αυτός που έχει ή παράγει καρπό όμοιο με ομφαλό.