ὀμφαλός Search Google

From LSJ

οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀμφᾰλός Medium diacritics: ὀμφαλός Low diacritics: ομφαλός Capitals: ΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: omphalós Transliteration B: omphalos Transliteration C: omfalos Beta Code: o)mfalo/s

English (LSJ)

ὁ,
A navel, Il.4.525, 13.568, Hdt.7.60, etc.
2 umbilical cord, Hp.Superf.8, Oct.10, Sor.1.57, Gal.15.387.
II anything like a navel,
1 knob or boss, Il.11.34; especially in middle of shield, 13.192, etc.
2 button or knob in the middle of a yoke, 24.273.
3 plug or valve closing outlet of bath, Timarch. ap. Ath.11.501f; cf. βαλανειόμφαλος.
4 pl., knobs at ends of stick round which books wererolled, Luc.Merc.Cond.41, Ind.7,16,AP9.540.
III centre point or middle point : νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, ὅθι τ' ὀ. ἐστι θαλάσσης Od.1.50 (only here in Od.); later Delphi (or rather a round stone in the Delphic temple) was called ὀμφαλός as marking the middle point of Earth, Pi.P.4.74, B.4.4, A.Eu.40, 166(lyr.), cf. Pl.R.427c, Str.9.3.6, Paus. 10.16.3; also of an altar at Megara, Simon.107.9 (= IG7.53); ἄστεος ὀμφαλός, at Athens, Pi.Fr.75.3; νήσου ὀμφαλός, of Enna in Sicily, v.l. in Call. Cer.15, cf. Cic.Verr.4.48.106.
2 central part of a rose, containing the seed-vessel, Arist.Pr.907a20; of a pomegranate, Hp.Nat.Mul. 44, Gal.12.649; knob on an oak-gall, Thphr.HP3.7.5; button-shaped stalk of the fig, Gp.10.56.2.
3 centre of an army, Poll.1.126; prop. the point at which an army is divided into two wings, Ascl. Tact.2.6, cf. Arr.Tact.8.4, Ael.Tact.7.3.
4 keystone of an arched vault, Arist.Mu.399b30.
5 vault, tomb, MAMA3.402,712 (Corycus).
IV γῆς ὀμφαλός = κοτυληδών, navel-wort, Cotyledon umbilicus, Ps.-Dsc.4.91. (Cf. Lat. umbilicus, umbo, prob. from ombh- : Skt. nābhis, OE. nafel 'navel', apptly. from ombh-.)

German (Pape)

[Seite 343] ο (vgl. ἄμβων, umbo, umbilicus; die Ableitung der Alten von ἀμπνέω, weil die Frucht im Mutterleibe durch die Nabelschnur athme, ist falsch; auch die von ὄμπνη, s. Schol. Nic. Al. 7. 348, ist unwahrscheinlich), der Nabel; Il. 4, 425 u. öfter, αἰδοίων μεσσηγὺ καὶ ὀμ φαλοῦ 13, 568; Folgde; τοὐμφαλοῦ ὑπένερθε ἀλείψασθαι, Ar. Nubb. 964; Her. 7, 60; βρεχόμενοι πρὸς τὸν ὀμφαλόν, Xen. An. 4, 5, 2; Plat. erkl. κατὰ μέσην τὴν γαστέρα, ὃ δὴ τὸν ὀμφαλὸν καλοῦσι, Conv. 190 e. – Alles Nabelförmige, a) der nabelförmig erhabene Teil in der Mitte des Schildes, der Schildbuckel (vgl. ὀμφαλόεις), ἀσπίδος ὀμφαλόν, Il. 13, 192, von Zinn, 11, 34. – b) am Joch der Pferde buckelartige Erhöhungen, Knöpfe, zur Befestigung der Leinen, Il. 24, 273. – c) der nabelförmige Mittelpunkt, immer mit dem Nebenbegriff einer Erhöhung, ὅθι τ' ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης, Od. 1, 50, von einer Insel, die in der Mitte des Meeres hervorragt. Der Nabel od. Mittelpunkt der Erde heißt von Pind. an gew. Delphi, od. eigtl. ein steinerner Sitz im delphischen Heiligthum, πὰρ μεσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος P. 4, 74, όμφαλὸν χθονὸς ἀένναον προσοιχόμενοι 6, 3, ἰόντι γᾶς ὀμ φαλὸν παρ' ἀοίδιμον 8, 62, vgl. 11, 10 N. 7, 33; so auch Aesch. Eum. 40. 159, we Soph. οὐκέτι τὸν ἄθικτον εἶμι γᾶς ἐπ' ὀμφαλὸν σέβων, O. R. 898; ὀμφαλὸν γῆς θεσπε σιῳδόν, Eur. Med. 668, vgl. Ion 5. 223; ἐν μέσῳ τῆς γῆς ἐπὶ τοῦ ὀμφαλοῦ καθήμενος, Plat. Rep. IV, 427 c. – d) bei Büchern, Buckel; Luc. Merc. cond. 41; D. L. 9, 61. – e) der Stiel, an welchem die Feige sitzt, Geopon.; vgl. Arist. probl. 12, 7; auch von anderen Früchten.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. nombril;
II. p. anal.
1 partie bombée ou bosse, qqf terminée en pointe, au centre extérieur d'un bouclier (lat. umbo);
2 partie cintrée où s'attachent les traits au milieu du timon;
3 bouton servant à fixer un volume roulé;
4 point central, centre, milieu, particul. centre de la terre en parl. de Delphes.
Étymologie: cf. lat. umbilicus, umbo.

Russian (Dvoretsky)

ὀμφᾰλός:
1 анат. пуп(ок) Hom., Plat., Xen.;
2 острый выступ, шишка (ἀσπίδος Hom.);
3 стержень (в середине ярма): ἔδησαν (τὸ ζυγόδεσμον) ἐπ᾽ ὀμφαλόν Hom. они обвязали яремный ремень вокруг стержня;
4 перен. пуп, средоточие, центр (θαλάσσης Hom.; ἄστεος, χθονός Pind.; τῆς γῆς Plat.);
5 (в палке, на которую навивались книжные свитки) головка: ἐπ᾽ ὀμφαλὸν εἴλειν βίβλον Anth. разворачивать свиток (вращая его) вокруг палки, т. е. читать книгу;
6 арх. ключевой камень (ἐν ταῖς ψαλῖσι λίθοις Arst.);
7 бот. семенная коробочка (τῶν ῥόδων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμφαλός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀφαλός», Λατ. umbilicus, Ἰλ. Δ. 525., Ν. 568, Ἡρόδ. 7. 60, κλ. ΙΙ. πᾶν πρᾶγμα ὅμοιον πρὸς ὀμφαλόν, 1) κύρτωμακόσμημα τὸ ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἀσπίδος, Λατ. umbo, Ἰλ. Λ. 34., Ν. 192· πρβλ. ὀμφαλόεις. 2) κομβίον ἢ εἶδος ὀμφαλοειδοῦς καρφίου ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ, εἰς τὸ ὁποῖον προσεδένετο τὸ ζυγόδεσμον, Ἰλ. Ω. 723. 3) ἡ δικλίςπῶμα, δι’ οὗ ἐκλείετο ὁ ἐξαγωγὸς βαλανείου, δηλ. ἡ ὀπὴ δι’ ἧς ἐξεχέοντο τὰ ἀκάθαρτα ὕδατα, Τίμαρχος παρ’ Ἀθην. 501Ε· πρβλ. βαλανειόμφαλος. 4) ἐν τῷ πληθ., τὰ κοσμήματα ἐν ἑκατέρῳ ἄκρῳ τοῦ ῥαβδίου, περὶ ὃ τὰ βιβλία ἐτυλίσσοντο ἐν σχήματι κυλίνδρου, umbilici ἢ cornua, Λουκ. περὶ τῶν Μισθ. Συνόντ. 41, πρὸς Ἀπαίδ. 7 καὶ 16, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 16· οὕτω, novi umbilici Catulli 22. 7· πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λ. Liber. ΙΙΙ. τὸ κέντρον ἢ κεντρικὸν σημεῖον· οὕτως ἐν Ὀδ. Α. 50 (τὸ μόνον ἐν τῇ Ὀδ. χωρίον ἔνθαλέξις ἀπαντᾷ), ἡ Καλυψὼ λέγεται οἰκοῦσα, νήσῳ ἐν ἀμφιτρύτῃ ὅθι τ’ ὀμφαλός ἐστι θαλάσσης, καὶ κατὰ νεώτερον μῦθον ὁ ἐν Δελφοῖς ὀμφαλός, ἤτοι τὸ κεντρικὸν σημεῖον τῆς γῆς, πρῶτον παρὰ Πινδ. Π. 4. 131., 6. 3, Αἰσχύλ. Εὐμ. 40, 167, κλ.· πρβλ. Πλάτ. Πολ. 427C, Στράβ. 419, Παυσ. 10. 16, 2· - οὕτως, ὀμφ. πόληος, ἐπὶ βωμοῦ τινος ἐν Μεγάροις, Σιμωνίδ. 112· ἄστεος ὀμφ., ἐν Ἀθήναις, Πινδ. Ἀποσπ. 45· ὀμφ. νήσου, ἐπὶ τῆς Ἔννης, πόλεως τῆς Σικελίας, Καλλ. εἰς Δήμ. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 48. 2) τὸ κεντρικὸν μέρος τοῦ ῥόδου ἔνθαθέσις τοῦ σπόρου, Ἀριστ. Πρβλ. 12. 8, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7. 5· - τοῦ σύκου ὁ μίσχος, Γεωπ. 10. 56, 2. 3) τὸ κέντρον στρατοῦ, Πολυδ. Α΄, 126. 4) ὁ κεντρικὸς λίθος ἀψῖδος ἢ θόλου (ψαλίς), Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 28. (Ἡ Ἑλλ. καὶ Λατ. ῥίζα τῆς λέξεως φαίνεται ὅτι εἶναι amb ἢ ambh, πρβλ. ὀμφαλός, umbil-icus, ἄμβων, umbo· - ἐν δὲ ταῖς ὁμογενέσι γλώσσαις ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι nab ἢ nabh, Σανσκρ. nabh, nabh-ê (turgeo), nâbh-is (ὀμφαλός)· Ἀρχ. Σκανδιν. naf-li· Ἀγγλο-Σαξον. naf-el· Ἀρχ. Γερμ. nab-a, nab-ulo).

English (Autenrieth)

(cf. umbilicus): navel, Il. 4.525, Il. 21.180; fig., θαλάσσης, Od. 1.50; then (1) of a shield, boss, the projection in the centre ending in a button or point; pl., studs, serving as ornaments, Il. 11.34.—(2) of a yoke, knob, or pin, on the centre (see cut No. 45 α), Il. 24.273. The Assyrians had the same (see cut No. 51), while the Egyptians ornamented the ends of the yoke with a ball of brass. (See cut No. 92 on next page.)

English (Slater)

ὀμφᾰλός (acc. only.)
   1 navel
   a of the Delphic shrine of Apollo. πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο ματέρος (P. 4.74) ὀμφαλὸν ἐριβρόμου χθονὸς ἐς νάιον προσοιχόμενοι (P. 6.3) ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (P. 11.10) παρὰ μέγαν ὀμφαλὸν εὐρυκόλπου μόλεν χθονός (N. 7.33) χθονὸς ὀμφαλὸν παρὰ σκιάεντα (Pae. 6.17) γᾶς παρ' ὀμφαλὸν εὐρύν (Pae. 6.120) ]ος ὀμφαλόν (εὐκάρπ[ου χθον]ὸς supp. Snell ex alio frag. papyri) fr. 215b. 12. test. Strabo, 9. 3. 6, καὶ ἐκάλεσαν τῆς γῆς ὀμφαλόν, προσπλάσαντες καὶ μῦθον, ὅν φησι Πίνδαρος, ὅτι συμπέσοιεν ἐνταῦθα οἱ αἰετοὶ οἱ ἀφεθέντες ὑπὸ τοῦ Διός, ὁ μὲν ἀπὸ τῆς δύσεως, ὁ δ' ἀπὸ τῆς ἀνατολῆς fr. 54, cf. Paus., 10. 16. 3.
   b centre, heart θεοί, πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις ὀιχνεῖτε πανδαίδαλον τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3.

Spanish

ombligo

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὁμφαλός)
1. οπή της κοιλιάς του εμβρύου για τη δίοδο τών ομφαλικών αγγείων, στην περιφέρεια της οποίας προσφύεται το περίβλημα του ομφάλιου λώρου
2. το μέσο του σώματος (α. «από τον ομφαλό και πάνω» β. «γυμνὰς δὲ ὀμφαλοῦ μέχρι θεώμενος τὰς θηλείας», Πλάτ.)
3. ο ομφάλιος λώρος, η ομφαλίδα
4. μτφ. το κεντρικό σημείο, το κέντρο, το μέσο (α. «ομφαλός της Γης» — οι Δελφοί, σύμφωνα με την αντίληψη τών αρχαίων
β. «της ἐρήμου καταλαμβάνει τον όμφαλόν», Μηναί.)
νεοελλ.
1. η ουλή που απομένει στο τοίχωμα της κοιλιάς μετά την απόπτωση του ομφάλιου λώρου
2. αρχιτ. α) το κέντρο τών τεταρτοκυκλίων της ιωνικής σπείρας
β) ο κεντρικός κυκλίσκος από τον οποίο εκφύονται οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου, αλλ. οφθαλμός ή άξονας
μσν.
ο μίσχος του σύκου
αρχ.
1. κύρτωμα ή κόσμημα στο μέσο της ασπίδας
2. προεξοχή ή μικρό καρφί πάνω στον ζυγό για πρόσδεση με το ζυγόδεσμο
3. πώμα που έκλεινε στα λουτρά την οπή από την οποία χύνονταν τα ακάθαρτα ύδατα
4. το σημείο του άνθους όπου βρίσκεται ο σπόρος
5. εξόγκωμα της κηκίδας της δρυός
6. το κέντρο στρατεύματος
7. ο κεντρικός λίθος αψίδας ή θόλου
8. θόλος, τύμβος, τάφος
9. στον πληθ. οἱ ὀμφαλοί
τα κοσμήματα στο καθένα από τα δύο άκρα της ράβδου, γύρω από την οποία τυλίγονταν τα βιβλία σε σχήμα κυλίνδρου
10. φρ. «γῆς ὀμφαλός» — το φυτό κοτυληδών το κυμβάλιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει μεγάλη ποικιλία μορφών στις διάφορες γλώσσες, γεγονός που εξηγείται από τον λαϊκό χαρακτήρα της. Η λ. ὀμφαλός αντιστοιχεί, μεταξύ άλλων, προς λατ. umbilicus «ομφαλός», αρχ. ιρλδ. imbliu, λατ. umbo, ōnis «ομφαλός ασπίδας, πτυχή τηβέννου, αγκώνας, άμβωνας», αρχ. άνω γερμ. amban «μεγάλη κοιλιά», αρχ. σαξ. ambon «κοιλιακός» (για την εναλλαγή τών επιθημάτων με -λ- και -ν-, πρβλ. αγκάλη: αγκών), αρχ. ινδ. nābhi- «ομφαλός», λεττον. naba «ομφαλός», αρχ. άνω γερμ. nabalo «ομφαλός», αγγλοσαξ. nafu «κέντρο ρόδας», nafela «ομφαλός». Η μελέτη τών τύπων αυτών οδηγεί σε δύο διαφορετικές μορφές της ίδιας ρίζας: α) embh
/ ombh- (πρβλ. ομφαλός, λατ. umbo)
β) nobh- (πρβλ. αρχ. ινδ. nābhi-) (βλ. και λ. όνομα). Σύμφωνα με μία άποψη, οι λέξεις αυτές ανάγονται σε ρίζα με αρκτικό λαρυγγικό φθόγγο, η οποία έλαβε δύο μορφές: α) ә3embh-, απ' όπου τα ομφαλός, αρχ. άνω γερμ. amban, λατ. umbilicus
και β) ә3nobh- απ' όπου τα αρχ. άνω γερμ. naba, αρχ. πρωσ. nabis. Κατ' άλλη άποψη, αρχική ρ. πρέπει να θεωρηθεί η ρ. nebh- / nobh- / nbh- (χωρίς λαρυγγικό φθόγγο), της οποίας την ετεροιωμένη βαθμίδα nobh- εμφανίζει η ελλ. λ. ὀμφαλός: -νοφ-αλος με προθεματικό φωνήεν - (πρβλ. ὄνομα) και κατόπιν συγκοπής του φωνήεντος της ρίζας -νφ-αλος. Σύμφωνα με την ίδια θεωρία, οι γερμ. λ. (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. amban «μεγάλη κοιλιά», αρχ. σαξ. ambon «κοιλιακός»)δεν πρέπει να ενταχθούν στην ίδια οικογένεια λ., λόγω της διαφορετικής σημασίας τους. Τέλος, η λ. ὀμφαλός εμφανίζει επίθημα -αλ-ος, το οποίο απαντά και σε άλλες λ. του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν μέρη του σώματος (πρβλ. αγκ-άλ-η, κεφ-αλ-ή, μασχ-άλ-η).
ΠΑΡ. ομφαλίδα(-ίς), ομφαλικός, ομφάλιος, ομφαλώδης, ομφαλωτός
αρχ.
ομφαλιστήρ, ομφαλόεις
νεοελλ.
ομφαλίτιδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ομφαλοειδής, ομφαλοτόμος
αρχ.
ομφαλόκαρπος
μσν.- νεοελλ.
ομφαλόψυχος
νεοελλ.
ομφαλεκτομή, ομφαλεπίδεσμος, ομφαλόδεσμος, ομφαλοθρυψία, ομφαλοκήλη, ομφαλοκυστικός, ομφαλομαντεία, ομφαλομεσεντερικός, ομφαλοπρόπτωση, ομφαλορραγία, ομφαλόρροια, ομφαλοσκόπος, ομφαλοτρίπτης, ομφαλοτριψία, ομφαλοφλεβίτιδα. (Β συνθετικό) εξόμφαλος
αρχ.
βαλανειόμφαλος, δωδεκόμφαλος, μεσόμφαλος, μονόμφαλος, ορθόμφαλος, πνευματόμφαλος, πολυόμφαλος, υδρόμφαλος, χρυσόμφαλος
νεοελλ.
ανόμφαλος].

Greek Monotonic

ὀμφᾰλός: ὁ, αφαλός, Λατ. umbilicus, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
I. οτιδήποτε βρίσκεται στο κέντρο (όπως ο αφαλός
2. εξόγκωμα ή κοίλωμα στο μέσο της ασπίδας, Λατ. umbo, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ομφαλοειδές καρφί στην κορυφή του ζυγού των αλόγων, όπου στερεώνονται τα χαλινάρια, στο ίδ.
3. στον πληθ., κοσμήματα καλλύματος, στις δύο άκρες της ράβδου, γύρω από την οποία περιτυλίγονταν —σε μορφή κυλίνδρου— τα βιβλία, Λατ. umbilici, σε Λουκ.
III. κέντρο ή σημείο που βρίσκεται στο μέσο, όπως το νησί της Καλυψώς ήταν ο ὀμφαλός της θάλασσας, σε Ομήρ. Οδ.· και οι Δελφοί (ή, μάλλον, μια στρογγυλή πέτρα μέσα στον Δελφικό ναό) αποκαλούνταν ὀμφαλός, καθώς θεωρούνταν το κέντρο της Γης, σε Πίνδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: navel, navel string (Il.), very often metaph. of navelformed elevations, shield knob, yoke knob (Il.), center (α 50).
Compounds: Compp., e.g. ὀμφαλη-τόμος f. cutter of the navel string, midwife (Hippon., Hp.; -η- rhythmic-analogical, Schwyzer 438 f.), μεσ-όμφαλος "in the middle of the navel", in the center, especially of Delphi and its oracle (trag.), also with a navel (an elevation) in the center (trag., com.); also with enlargement of the 2. member, e.g. ἐπ-ομφάλ-ιος situated on the navel (the shield knob) (H 267, Parth.; Schwyzer 451, Strömberg Prefix Studies 79), also equipped with a navel (AP 6, 22).
Derivatives: 1. Dimin. ὀμφάλιον n. (Arat., Nic.); 2. ὀμφαλίς f. navel string (Sor.); 3. ὀμφαλ-όεις equipped with a ὀ. (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 24 f.), -ωτός id. (Pherecr., Plb.), -ώδης .-like' (Arist.), -ιος belonging to the ὀ. (AP), -ικός id. (Phan. Hist.); 4. ὀμφαλιστήρ, -ῆρος m. knife used for cutting the navel string (Poll., H.; cf. on βραχιονιστήρ).
Origin: IE [Indo-European] [314] *h₃enbh-, *h₃m̥bh-, *h₃nebh- navel
Etymology: Old word for navel with close agreements in Lat. umbil-īcus (prob. from *umbilus = ὀμφαλός), OIr. imbliu (PCelt. *imbilon-, IE *h₃m̥bh-); with this orig. athemat. l-stem (still in the Epirotic tribal name Ὄμφαλ-ος [gen. sg.], -ες [nom. pl.] retained?, s. Schwyzer 484 w. lit.) alternates an n-stem in Lat. umbō, -ōnis m. boss of a shield, prob. also in a Westgerm. word for belly, abdomen, OHG amban (sec. a-st.), -on m., OS (nom.) acc. pl. m. ambon, PGm. *amban-, IE *ombhon- (cf. on ὄμφαξ); on the l : n-variation cf. ἀγκάλη : ἀγκών. -- Beside these mainly western forms stand, primarily in the East, the in ablaut quite deviating Skt. nā́bhi- f. navel, nave, OPr. nabis id., Latv. naba navel, Germ., e.g. OHG naba f. nave of a wheel, nabalo m. navel (l-suffix a in ὀμφαλός etc.), IE *h₃nebh-. Further forms w. lit. - and quite hypothetical combinations - in WP. 1, 130, Pok. 314 f., W.-Hofmann s. umbilīcus.

Middle Liddell

ὀμφᾰλός, οῦ, ὁ,
I. the navel, Lat. umbilicus, Il., Hdt., etc.
II. anything central (like a navel):
1. the knob or boss in the middle of the shield, Lat. umbo, Il.
2. a button or knob on the horse's yoke to fasten the reins to, Il.
3. in plural the knobs at each end of the stick round which books were rolled, Lat. umbilici, Luc.
III. the centre or middle point, as the island of Calypso is the ὀμφαλός of the sea, Od.; and Delphi (or rather a round stone in the Delphic temple) was called ὀμφαλός as marking the middle point of Earth, Pind., Aesch., etc.

Frisk Etymology German

ὀμφαλός: {omphalós}
Grammar: m.
Meaning: Nabel, Nabelschnur (seit Il.), sehr oft übertr. von nabelförmigen Erhöhungen, Schildbuckel, Jochknopf (IL), Mittelpunkt (seit α 50).
Composita : Kompp., z.B. ὀμφαλητόμος f. Abschneiderin der Nabelschnur, Hebamme (Hippon., Hp.; -η- rhythmischanalogisch, Schwyzer 438 f.), μεσόμφαλος "in der Mitte des Nabels", im Mittelpunkt, bes. von Delphi und seinem Orakel (Trag.), auch ‘mit einem Nabel (einer Erhöhung) in d. Mitte’ (Trag., Kom. u.a.); auch mit Er- weiterung des Hinterglieds, z.B. ἐπομφάλιος ‘auf dem Nabel (dem Schildbuckel) befindlich’ (H 267, Parth. u.a.; Schwyzer 451, Strömberg Prefix Studies 79), auch mit einem Nabel versehen (AP 6, 22).
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutivum ὀμφάλιον n. (Arat., Nik. u.a.); 2. ὀμφαλίς f. Nabelschnur (Sor.); 3. ὀμφαλόεις ‘mit ὀ. versehen’ (ep. poet. seit Il.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 24 f.), -ωτός ib. (Pherekr., Plb.), -ώδης ’ὀ.-ähnlich’ (Arist.), -ιος ‘zurn ὀ. gehörig’ (AP), -ικός ib. (Phan. Hist.); 4. ὀμφαλιστήρ, -ῆρος m. ‘Messer zum Ab- schneiden der Nabelschnur’ (Poll., H.; vgl. zu βραχιονιστήρ).
Etymology : Altes Wort für Nabel mit nahen Entsprechungen in lat. umbil-īcus (wohl von *umbilus = ὀμφαλός), air. imbliu (urkelt. *imbilon-, idg. *embh- od. m̥bh-); mit diesem urspr. athemat. l-Stamm (noch in dem epirotischen Stammesnamen Ὄμφαλος [Gen. sg.], -ες [Nom. pl.] erhalten?, s. Schwyzer 484 m. Lit.) alterniert ein n-Stamm in lat. umbō, -ōnis m. Schildbuckel, wohl auch in einem westgerm. Wort für Wanst, abdomen, ahd. amban (sek. a-St.), -on m., asächs. (Nom.) Akk. pl. m. ambon, urg. *amban-, idg. *ombhon- (vgl. zu ὄμφαξ); zum l : n-Wechsel vgl. ἀγκάλη : ἀγκών. — Neben diesen hauptsächlich westlichen Formen stehen, vorwiegend im Osten, die im Ablaut ganz abweichenden aind. nā́bhi- f. Nabel, Nabe, apreuß. nabis ib., lett. naba Nabel, germ., z.B. ahd. naba f. Radnabe, nabalo m. Nabel (l-Suffix wie in ὀμφαλός usw.), idg. nā̆bh-. Weitere Formen m. Lit. und ganz hypothetischen Kombinationen bei WP. 1, 130, Pok. 314 f., W.-Hofmann s. umbilīcus.
Page 2,391-392

English (Woodhouse)

middle, the central point of the earth, the middle point of the earth

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

ombligo de cocodrilo ὀμφαλὸν κορκοδείλου ἄρσενος ... καὶ ὠὸν κανθάρου καὶ κυνοκεφάλου καρδίαν ... ἔμβαλε εἰς ἀγγεῖον καλάϊνον pon un ombligo de cocodrilo macho, un huevo de escarabajo y un corazón de papión en un recipiente turquesa P XIII 1065 sent. fig., como advocación Ῥουζω, ὀμφαλὸν ὃν κατέχεις, κόσμου Rouzo, ombligo del cosmos, que tú dominas P IV 2924

Translations

navel

Adyghe: шдиху; Afrikaans: nawel, naeltjie; Aklanon: pusod; Albanian: kërthizë; Amharic: እምብርት; Andi: цӏцӏунно; Arabic: سُرَّة‎; Egyptian Arabic: سرة‎; Hijazi Arabic: سرّة‎; Archi: цӏан; Armenian: պորտ; Aromanian: buric; Assamese: নাই, নাভি, নাড়ী; Asturian: embeligru, ombligu; Avar: цӏину; Aymara: kururu; Azerbaijani: göbək; Baluchi: ناپگ‎; Bashkir: кендек; Bau Bidayuh: pisod; Belarusian: пупок, пуп; Bengali: নাভি; Berber Tashelhit: abuḍ; Bislama: nabuton; Borôro: künabo; Breton: begel; Bulgarian: пъп; Burmese: ချက်; Catalan: melic, llombrígol; Central Dusun: pusod; Central Melanau: pused; Chamicuro: mocho; Chechen: цӏонга; Chepang: तोय्‌; Cherokee: ᎤᏗᏴᏓᏛᎢ; Chichewa: mchombo; Chinese Cantonese: 肚臍/肚脐, 肚臍窿/肚脐窿; Hakka: 肚臍/肚脐, 肚臍窟/肚脐窟; Mandarin: 肚臍/肚脐, 肚臍眼/肚脐眼; Min Nan: 肚臍/肚脐, 腹臍/腹脐; Coptic: ϧⲉⲗⲡⲓ; Cornish: begel; Czech: pupek; Danish: navle; Dupaningan Agta: pusad; Dutch: navel; Erzya: почо; Esperanto: umbiliko; Estonian: naba; Faroese: nalvi; Fijian: vico; Finnish: napa; French: nombril; Friulian: umbriçon, umbričon, bugnigul; Galician: embigo, beligo; Georgian: ჭიპი; German: Bauchnabel, Nabel; Greek: αφαλός, ομφαλός; Ancient Greek: ὀμφαλός; Guaraní: puru'â; Gujarati: નાભિ; Hausa: cibiya; Hawaiian: piko; Hebrew: טַבּוּר‎, פופיק‎; Hiligaynon: pusod; Hindi: नाभि, नाफ़; Hungarian: köldök; Icelandic: nafli; Ido: umbiliko; Ilocano: puseg; Indonesian: pusat, pusar; Ingrian: napa; Ingush: цӏонг; Iranun: pused; Irish: imleacán; Ishkashimi: ناف; Italian: ombelico, onfalo; Japanese: 臍; Javanese: tengah; Kannada: ನಾಭಿ; Kapampangan: pusud; Karachay-Balkar: киндик; Kazakh: кіндік; Khmer: ផ្ចិត; Kimaragang: pusod; Korean: 배꼽; Kumyk: гинник; Kurdish Northern Kurdish: navik; Kyrgyz: киндик; Lao: ສາຍບື; Latgalian: pupona; Latin: umbilicus; Latvian: naba; Lithuanian: bamba; Livonian: nabā; Lotud: pusod; Low German: Navel; Lule Sami: náhpe; Macedonian: папок; Malay: pusat, pusar, pusar; Malayalam: പൊക്കിൾ; Maltese: żokra; Mansaka: posod; Maori: pito, ihonga; Maranao: posed; Middle English: navel; Mongolian: хүйс, хүй; Nanai: хуйму; Navajo: atsʼééʼ; Nepali: नाइटो; Ngarrindjeri: pulanggi; Nogai: киндик; Norman: nombrîn, naombrin, nõmbri; Norwegian: navle; Occitan: embonilh, monilh, embonígol; Ojibwe: indis; Old Church Slavonic Cyrillic: пѫпъ; Old East Slavic: пупъ; Oromo: hadhuura; Ottoman Turkish: ناف‎, گوبك‎; Pashto: د نامه غوټه‎, نو‎; Pennsylvania German: Nawwel; Persian: ناف‎; Punjabi: ਧੁੰਨੀ; Plautdietsch: Nowel; Polish: pępek; Portuguese: umbigo; Quechua: puti, pupu, puputi; Romanian: buric; Rungus: pusod; Russian: пупок, пуп; Sabah Bisaya: pusod; Sanskrit: नाभि, नाभी; Santali: ᱵᱩᱠᱟᱹ; Sardinian: imbílicu, imbírigu; Scottish Gaelic: imleag; Sebop: pucet; Serbo-Croatian Cyrillic: пу̏пак; Roman: pȕpak; Slovak: pupok; Slovene: pópek; Sicilian: viḍḍicu; Somali: xudhur; Southern Altai: киндик; Spanish: ombligo; Swahili: kitovu; Swedish: navel; Sylheti: ꠘꠣꠁꠝꠥꠠꠣꠟ; Tagal Murut: pusor; Tagalog: pusod; Tajik: ноф; Tamil: தொப்புள்; Tatar: кендек; Tausug: pusud; Tboli: huhed; Telugu: నాభి, బొడ్డు; Tetum: husar; Thai: สะดือ; Tibetan: ལྟེ་བ; Timugon Murut: pusor; Tocharian B: kele; Tok Pisin: hap bel; Turkish: göbek; Turkmen: göbek; Tuvan: хиндик; Udi: цӏан; Udmurt: гогы; Ugaritic: 𐎌𐎗; Ukrainian: пупок, пуп; Urdu: نابھی‎, ناف‎; Uyghur: كىندىك‎; Uzbek: kindik; Venetian: bonigolo, bonigol, bunigolo, bunigol, bonigoło; Veps: naba; Vietnamese: rốn, rún; Vilamovian: nowuł; Volapük: numbril; Võro: naba; Welsh: bogail; West Coast Bajau: ponsot; White Yagnobi: нофа; Yakut: киин; Yami: pesed; Yiddish: פּופּיק‎, נאָפּל‎; Zhuang: saejndw