παραμασήτης: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paramasitis
|Transliteration C=paramasitis
|Beta Code=paramash/ths
|Beta Code=paramash/ths
|Definition=ου, ὁ, (μασάομαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">trencher-companion, parasite</b>, <span class="bibl">Alex.236</span>, <span class="bibl">Timocl.9.6</span>.</span>
|Definition=παραμασήτου, ὁ, ([[μασάομαι]]) [[trencher-companion]], [[parasite]], Alex.236, Timocl.9.6.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμᾰσήτης''': -ου, ὁ, ([[μασάομαι]]) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν [[σύντροφος]], ὡς τὸ [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.
|lstext='''παραμᾰσήτης''': -ου, ὁ, ([[μασάομαι]]) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν [[σύντροφος]], ὡς τὸ [[παράσιτος]], Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[σύντροφος]] σε [[τραπέζι]], συνδαιτημόνας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>μασῶμαι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

English (LSJ)

παραμασήτου, ὁ, (μασάομαι) trencher-companion, parasite, Alex.236, Timocl.9.6.

German (Pape)

[Seite 489] ὁ, Mitkauer, komisch = παράσιτος, Alexis bei Ath. VI, 242 c u. A.

Greek (Liddell-Scott)

παραμᾰσήτης: -ου, ὁ, (μασάομαι) ὁ κατὰ τὴν μάσησιν σύντροφος, ὡς τὸ παράσιτος, Ἄλεξις ἐν «Τροφονίῳ» 3, Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 6· - οὕτω παραμᾰσύντης, ου, Ἄλεξις ἐν «Ταραντίνοις» 4, 8, Ἔφιππος ἐν «Ἐφήβοις» 1.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σύντροφος σε τραπέζι, συνδαιτημόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μασῶμαι].