βοηλατικός: Difference between revisions

(6_10)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=voilatikos
|Transliteration C=voilatikos
|Beta Code=bohlatiko/s
|Beta Code=bohlatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for cattle-driving</b>: <b class="b3">-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>), ἡ, <b class="b2">the herdsman's</b> art, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthphr.</span>13c</span>.</span>
|Definition=βοηλατική, βοηλατικόν, of or [[for cattle-driving]]: [[βοηλατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]), ἡ, [[the herdsman's]] art, Pl.''Euthphr.''13c.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.
|lstext='''βοηλᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος [[βοῦς]], Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοηλατικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> όποιος ανήκει στον βοηλάτη<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[βουκόλος]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[βοηλατική]]<br />η [[τέχνη]] του βοηλάτη.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βοηλᾰτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι [[κατάλληλος]] για [[βόσκηση]] βοδιών· <i>ἡ -κὴ</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βοηλάτης]]<br />of or for [[cattle]]-[[driving]]:— ἡ [[βοηλατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) the [[herdsman]]'s art, Plat.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοηλατικός]] -ή -όν [[βοηλάτης]] van het ossendrijven, het ossendrijven betreffend; subst. ἡ [[βοηλατική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) ossendrijverskunde; veeteelt.
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 25 August 2023

English (LSJ)

βοηλατική, βοηλατικόν, of or for cattle-driving: βοηλατική (sc. τέχνη), ἡ, the herdsman's art, Pl.Euthphr.13c.

Greek (Liddell-Scott)

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς βόσκησιν βοῶν · ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ βοηλάτου, τοῦ βόσκοντος βοῦς, Πλάτ. Εὐθύφρον. 13D.

Greek Monolingual

βοηλατικός, -ή, -όν (Α)
1. όποιος ανήκει στον βοηλάτη
2. ο κατάλληλος για βουκόλος
3. το θηλ. ως ουσ. η βοηλατική
η τέχνη του βοηλάτη.

Greek Monotonic

βοηλᾰτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος για βόσκηση βοδιών· ἡ -κὴ (ενν. τέχνη), η τέχνη του βοηλάτη, του ποιμένα βοδιών, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[from βοηλάτης
of or for cattle-driving:— ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) the herdsman's art, Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοηλατικός -ή -όν βοηλάτης van het ossendrijven, het ossendrijven betreffend; subst. ἡ βοηλατική (sc. τέχνη) ossendrijverskunde; veeteelt.