μειλιχόβουλος: Difference between revisions

(6_18)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=meilichovoulos
|Transliteration C=meilichovoulos
|Beta Code=meilixo/boulos
|Beta Code=meilixo/boulos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">mild-counselling</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">H.</span>7.40</span>.</span>
|Definition=μειλιχόβουλον, [[mild-counselling]], Procl.''H.''7.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μειλῐχόβουλος''': -ον, ὁ μειλίχια βουλευόμενος, [[ἤπιος]], [[πρᾶος]], Πρόκλου Ὕμν. 6.
|lstext='''μειλῐχόβουλος''': -ον, ὁ μειλίχια βουλευόμενος, [[ἤπιος]], [[πρᾶος]], Πρόκλου Ὕμν. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[μειλιχόβουλος]], ὁ (Α)<br />αυτός που σκέφτεται μειλίχια, [[πράος]], [[ήπιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i>) <span style="color: red;"><</span> [[βουλεύομαι]]), [[πρβλ]]. [[υστερόβουλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:07, 25 August 2023

English (LSJ)

μειλιχόβουλον, mild-counselling, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 116] mild rathend, Procl. h. Min. 40.

Greek (Liddell-Scott)

μειλῐχόβουλος: -ον, ὁ μειλίχια βουλευόμενος, ἤπιος, πρᾶος, Πρόκλου Ὕμν. 6.

Greek Monolingual

μειλιχόβουλος, ὁ (Α)
αυτός που σκέφτεται μειλίχια, πράος, ήπιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + -βουλος) < βουλεύομαι), πρβλ. υστερόβουλος].